- βαρελοποιΐα
- η бочарное дело, производство бочек
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βαρελοποιία — η 1.η πράξη του να φτιάχνει κανείς βαρέλια. 2. η τέχνη του βαρελά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βυτιοποιία — η η βαρελοποιία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)